Το σφουγγάρι του Τεν Χαγκ

Το σφουγγάρι του Τεν Χαγκ


Πριν από πολλά πολλά χρόνια, μπορεί και δυο δεκαετίες, γινόταν μια από αυτές τις χωρίς τέλος συζητήσεις για το ποιος είναι καλός προπονητής. Είχα γράψει τότε πως δεν υπάρχει καλός και κακός προπονητής διότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι προπονητές έχουν την ίδια περίπου μεθοδολογία ενώ και οι αντιλήψεις τους δεν είναι τόσο διαφορετικές όσο ο κόσμος πιστεύει. Με τα καλά τους και τα κακά τους, έλεγα τότε υπάρχουν δυο λογιών προπονητές: αυτοί που αξιοποιούν το υλικό ψάχνοντας το πώς κι αυτοί που έχουν από πριν ένα σχέδιο στο κεφάλι τους κι έχουν αποτελέσματα όταν πείθουν την διοίκηση της ομάδας αρχικά και τους παίκτες στη συνέχεια να το ακολουθήσουν. Πιο πολύ από την ικανότητα, στην περίπτωση των προπονητών, πίστευα πάντα πως μετράει η καταλληλότητα, δηλαδή το να αποδειχτεί ότι ο συγκεκριμένος προπονητής είναι ο κατάλληλος για την ομάδα σε μια δεδομένη στιγμή της ιστορίας της. Ολο αυτό το θυμόμουν χθες ενώ έβλεπα την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να κερδίζει την Μάντσεστερ Σίτυ στο μεγάλο αγγλικό ντέρμπι. Στο οποίο, ανεξάρτητα με το ποια θα είναι η έκβαση του πρωταθλήματος, αποδείχτηκε πως ο άνθρωπος από το Χαγκσμπεργκεν με τη φάτσα του Τζον Στέιθαμ, και το όνομα Ερικ Τεν Χαγκ είναι για την ταλαιπωρημένη Γιουνάιτεντ ο κατάλληλος άνθρωπος.

Ολλανδός κανονικός

Πολλές φορές έχω γράψει πως αν κάτι διαφοροποιεί τους προπονητές είναι συχνά πυκνά η χώρα καταγωγής τους – ως καταγωγή καμιά φορά ορίζεται και το πρωτάθλημα στο οποίο έχουν δουλέψει. Ο Τεν Χαγκ είναι πολύ Ολλανδός και λίγο Γερμανός, αφού δουλεύοντας στην Μπάγερν Μονάχου έμαθε πολλά. Κυρίως όμως έμαθε πολλά στην Ολλανδία. Ο Τεν Χαγκ δεν αγωνίστηκε ούτε τον Αγιαξ, ούτε στην PSV, ούτε στην Φέγενορντ: ως τίμιος σέντερ μπακ έκανε καριέρα στην Τβέντε, στην ομάδα της περιοχής του. Στην Μπάγερν πήγε για να μάθει τι θα πει πρωταθλητισμός – τα άλλα τα γνώριζε. Γνώριζε την αξία της σκληρής δουλειάς, θεωρούσε την ξεροκεφαλιά προτέρημα, πίστευε στα νέα παιδιά, κατάλαβε νωρίς ότι η όποια αγάπη για επιθετικό ποδόσφαιρο (και η δική του είναι τεράστια) δεν πρέπει ποτέ να ακυρώνει την ανάγκη μιας ομάδας να έχει αμυντικούς με προσωπικότητα. Κυρίως ως Ολλανδός πιστεύει δυο πράγματα που στην καριέρα του τον βοήθησαν πολύ. Οτι κάθε ματς τελειώνει με το σφύριγμα του διαιτητή και δεν χρειάζεται ούτε να ενθουσιάζεσαι, ούτε να αυτομαστιγώνεσαι μετά το τέλος τους. Και ότι κάθε ποδοσφαιριστής πρέπει κάθε Κυριακή να αποδεικνύει την αξία του – το βιογραφικό του όσο μεγάλο κι αν είναι δεν παίζει μπάλα.       

https://www.ant1live.com/sites/default/files/styles/main/public/2023-01/%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%83%CE%B5%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%20%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%BD%CF%84.jpg?itok=dO-tqfxO

Ο Αγιαξ υπήρξε για τον Τεν Χαγκ ένα είδος επαγγελματικής δικαίωσης. Ανέλαβε την ομάδα χωρίς να είναι πρώην ποδοσφαιριστής του κι αυτό σημαίνει ότι έφτασε εκεί γιατί η δουλειά του εκτιμήθηκε. Αλλά αυτή η εκτίμηση των παραγόντων της ομάδας, δεν τον απέτρεψε από το να είναι διεκδικητικός και απαιτητικός: επί των ημερών του ο Αγιαξ ξόδεψε πολλά γιατί ο Τεν Χαγκ αγαπάει τους σολίστες πιο πολύ από τα σχήματα στον πίνακα. Και ποτέ του δεν πίστεψε πως οι αποτυχίες ή η επιτυχίες είναι δικές του. Η δουλειά του είναι η προετοιμασία της ομάδας, η αξιοποίηση των παικτών και το επόμενο ματς.

Οι σωστές προτεραιότητες

Η γνώση αυτή σε συνδυασμό με την ωριμότητα του φαίνεται πως είναι το διαβατήριο της επιτυχίας του στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Η αγάπη του για το επιθετικό ποδόσφαιρο έφερε αμέσως άλλο αέρα κι αυτό φάνηκε στα καλοκαιρινά φιλικά: η Γιουνάιτεντ ξεκίνησε τη σεζόν βάζοντας τέσσερα γκολ στην Λίβερπουλ σε ένα ματς στην Αυστραλία κι όσο κι αν δεν υπήρχε διακύβευμα αυτό ήταν ένα σημάδι πως κάτι αλλάζει. Μετά ξεκίνησε η Πρέμιερ λιγκ κι ο Τεν Χάγκ διαπίστωσε με ήττες πικρές (από ομάδες όπως η Μπράιτον και η Μπρέντφορντ) πως η ομάδα του δεν προκαλεί πια τον τρόμο που προκαλούσε στους μικρομεσαίους στα χρόνια του Σερ Αλεξ αλλά αυτό ήταν πρόβλημα της Γιουνάιτεντ κι όχι δικό του. Τα δικά του προβλήματα ήταν το πώς θα αξιοποιήσει το ακριβό υλικό και πως θα φτιάξει μια ομάδα δική του.

Σε αυτό το δύσκολο δρόμο δεν χωρά αμφιβολία πως πυξίδα του ήταν η ολλανδικότητα του. Το να σβήνεις με ένα σφουγγάρι ό,τι στραβό κι αν προηγήθηκε θέλει νεύρα γερά. Στις 2 του περασμένου Οκτωβρίου η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δέχτηκε έξι γκολ από τη Σίτυ του Γκουαρντιόλα: ένας άλλος μπροστά στην εικόνα της αυτή, σε συνδυασμό και με όσα είχαν προηγηθεί, θα το έβαζε στα πόδια ή θα σήκωνε τα χέρια ψηλά μιλώντας για ασθένειες αγιάτρευτες κι άλλα που οι οπαδοί ακούν και παρηγοριούνται πιστεύοντας πως η θεραπεία είναι θέμα χρόνου αρκεί να γίνουν μεταγραφές. Ο Τεν Χαγκ δεν είπε τίποτα. Αλλά φανερά έβαλε μπροστά μια σειρά από προτεραιότητες. Η πρώτη να τελειώσει το ζήτημα Ρονάλντο με την μοναδική διαθέσιμη λύση, δηλαδή την αποδέσμευσή του. Το δεύτερο να χτίσει μια νέα άμυνα για την ομάδα – πράγμα που επέτρεπε η προσθήκη του Καζεμίρο, ίσως της πιο απαραίτητης μεταγραφής που έχει κάνει η Γιουνάιτεντ τα τελευταία χρόνια. Το τρίτο να βρει ένα ηγέτη στην επίθεση ικανό να κουβαλήσει την ομάδα κι όχι να ζητήσει από την διοίκηση να του αγοράσει τον επόμενο διαθέσιμο σωτήρα που υπήρχε στο μεταγραφικό παζάρι. Κατέληξε στον Ράσφορντ που έμοιαζε προβληματικός, ανώριμος, επιπόλαιος – ένας ακόμα από τους δεκάδες Αγγλους που έγιναν αστέρια πριν γίνουν ποδοσφαιριστές.

https://www.athensvoice.gr/images/1074x600/jpg/files/2023-01-14/premier-league-manchester-united-city.jpg

Πιο δυνατή, πιο σκληρή, πιο ομάδα

Δεν ξέρω αν ο Τεν Χαγκ δούλεψε όλο αυτό τον καιρό στην Αγγλία πείθοντας τον εαυτό του ότι εξακολουθεί να έχει στα χέρια του μια ομάδα που αγωνίζεται στο ολλανδικό πρωτάθλημα και που αντιπάλους έχει κάθε Κυριακή την Αλκμααρ, την Τβέντε και την PSV, αλλά έτσι μοιάζει. Αντί η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ να χρειαστεί ψυχίατρο μετά την εξάρα από τη  Σίτυ βρήκε την ηρεμία της. Ο Ρονάλντο παραγκωνίστηκε, ο Μαγκουάιρ έγινε ρεζέρβα πολυτελείας, ο Ράσφορντ αναστήθηκε, ο Πορτογάλος σούπερ σταρ είναι πλέον ο Μπρούνο Φερνάντεζ κι ο Καζεμίρο δείχνει να αγωνίζεται στο Ολντ Τράφορντ δέκα χρόνια και βάλε. Οι ολλανδικές διαβολιές πάνε σύννεφο: πριν το ματς με τη Σίτυ αρχίσει διάβαζες την άμυνα (Μπισάκα, Λουκ Σο, Μαλάσια) και αναρωτιόσουν αν τρελάθηκε κι αποφάσισε να παίξει με ένα μόνο στόπερ – τον Βαράν – κι όμως η άμυνα αυτή σταμάτησε τον Χάλαντ κι άφησε στην ομάδα του Γκουαρντιόλα τη δυνατότητα να κάνει όλα κι όλα δυο – τρία σουτ. Ο Ολλανδός γύρισε το ματς με τον πιο ολλανδικό από τους τρόπους, χρησιμοποιώντας δηλαδή στη διάρκεια της τακτικής αυτής μάχης ένα 18χρονο πιτσιρικά σε θέση εξτρέμ, τον Αλεχάντρο Γκαρνάτσο που έχει καταγωγή ποδοσφαιρική από την Ισπανία και αίμα αργεντίνικο και τελειώνοντας το ματς με σέντερ φορ τον Αντονι, που βέβαια αν του το ζητούσε θα έπαιζε και τερματοφύλακας.

Η Γιουνάιτεντ που τον Οκτώβριο είχε δεχτεί έξι γκολ από τη Σίτυ κέρδισε το ντέρμπι κάνοντας μόλις 29% κατοχή μπάλας και κερδίζοντας ένα μόλις κόρνερ! Αλλά ήταν πιο αποτελεσματική, πιο σκληρή, πιο ψυχωμένη, πιο σίγουρη. Κι έχοντας ήδη κερδίσει και την Λίβερπουλ και την Αρσεναλ μπορεί να κοιτάζει τη βαθμολογία με στόχο την πρώτη θέση: ο Τεν Χαγκ με το σφουγγάρι του διέγραψε όλα τα προηγούμενα.

Το ξέρω πως το γκολ της ισοφάρισης ίσως ήταν οφσάιντ – κι εγώ δεν κατάλαβα την εκτίμηση της φάσης. Αλλά αυτά συμβαίνουν συχνά στο ποδόσφαιρο. Αυτά που κάνει ο Τεν Χαγκ φέτος όμως συμβαίνουν σπάνια...